- ἀδιεξήγητος
- ἀ-δι-εξ-ήγητος, unerklärlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδιεξήγητος — ἀδιεξήγητος, ον (Α) [διεξηγοῦμαι] 1. αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί 2. ανεξάντλητος … Dictionary of Greek
ἀδιεξήγητον — ἀδιεξήγητος indescribable masc/fem acc sg ἀδιεξήγητος indescribable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξηγήτων — ἀδιεξήγητος indescribable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)